- τηλεβολος
- τηλεβόλοςτηλε-βόλος21) далеко мечущий
(ῥυτήρ Anth.)
2) далеко летящий(χερμάς Pind.; ἰός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥυτήρ Anth.)
(χερμάς Pind.; ἰός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τηλεβόλος — striking from afar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλος — ο / τηλεβόλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·|| αρχ. (για πέτρα ή για τόξο) αυτός που χτυπά τον στόχο του από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βόλος] … Dictionary of Greek
τηλεβολώτερον — τηλεβόλος striking from afar masc acc comp sg τηλεβόλος striking from afar neut nom/voc/acc comp sg τηλεβόλος striking from afar adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλον — τηλεβόλος striking from afar masc/fem acc sg τηλεβόλος striking from afar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλοι — τηλεβόλος striking from afar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλοις — τηλεβόλος striking from afar masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλου — τηλεβόλος striking from afar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλους — τηλεβόλος striking from afar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλων — τηλεβόλος striking from afar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεβόλῳ — τηλεβόλος striking from afar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek